- απευκταίος
- -α, -ο (AM ἀπευκταῑος, -α, -ον) [απεύχομαι]αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν)1. το δυστύχημα2. ο θάνατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπευκταῖος — to the loss of our hopes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απευκταίος — α, ο εκείνος για τον οποίο εύχεται κανείς να μη γίνει, ανεπιθύμητος: Μια τέτοια εξέλιξη είναιαπευκταία, αλλά εμείς δεν μπορούμε να την αποτρέψουμε· το ουδ. ως ουσ., το απευκταίο το δυστύχημα: Δυστυχώς το απευκταίο δεν αποσοβήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπευκταιότατα — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes adverbial superl ἀπευκταῖος to the loss of our hopes neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκταῖον — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes masc acc sg ἀπευκταῖος to the loss of our hopes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκταίων — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes fem gen pl ἀπευκταῖος to the loss of our hopes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκταίως — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes adverbial ἀπευκταῖος to the loss of our hopes masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκταιοτάτην — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκταιοτάτου — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκταιότατος — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκταῖα — ἀπευκταῖος to the loss of our hopes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)